Shared posts

15 Mar 05:47

Hitler finds out Google Reader is shutting down



Hitler finds out Google Reader is shutting down

14 Mar 19:11

Χέντριξ και Μαραντόνα

by kospanti

Image

Τις νύχτες ψωνίζω πατατάκια από εκείνα στην κόκκινη συσκευασία που ισχυρίζεται πως τα κρατά φρέσκα και τραγανά. Τούτο το 24ωρο περίπτερο κάτω απ’ το σπίτι με έχει σώσει. Παλιότερα αγόραζα μπύρες καπνό και ασπιρίνες. Τα ‘κοψα όλα. Κάθομαι το λοιπόν ξαπλωμένος και μασουλάω. Τα σεντόνια μου γεμίζουν ψίχουλα που με τσιμπάνε όμως δεν κάνω καμιά κίνηση να τα τινάξω. Δεν κάνω καμιά κίνηση γενικά. Περνάνε ώρες που σκέφτομαι πως πρέπει να σηκωθώ, να συρθώ ως το μπάνιο, να κατουρήσω ή να βουρτσίσω τα δόντια μου, μα εγώ δεν κάνω τίποτε. Μόνο μένω εκεί, ξαπλωμένος και με πιάνει κείνο το γνωστό τικ στην κοιλιά.

Τότε είναι που μπαίνει στο δωμάτιο ο Χέντριξ. Φέρνει μαζί του καινούριους δίσκους που ‘χει αγοράσει από τον «Ζαχαρία» στο Μοναστηράκι κι ένα κορίτσι. Το κορίτσι έχει μαύρα κατάμαυρα μαλλιά και βρώμικα νύχια. Αν δεν τον ήξερα θα ορκιζόμουν πως είναι κόρη του. Βάζουμε να ακούσουμε τους δίσκους και δίνουμε στο κορίτσι δυο πλαστικά ποτήρια και σπάγκο. Του δείχνουμε πώς να κατασκευάζει τηλέφωνο με αυτά. Το κορίτσι βαριέται, είναι που δεν έχει με ποιον να μιλήσει στο καινούριο του μαραφέτι. Του δίνουμε βαμβάκι, έναν άδειο κεσέ και φακές. Το κρατάμε απασχολημένο. Βαριέται ξανά. Βαριόμαστε κι εμείς.

Αφήνουμε το κορίτσι στη μάνα μου και πάμε κι οι δυο στου Μαραντόνα. Η μάνα του λείπει στη δουλειά, δουλεύει πολλές ώρες. Έχουμε όλο το σπίτι δικό μας. Καπνίζουμε πούρα. «Τα είχε φέρει ο πατέρας μου όταν ταξίδευε. Από την Κούβα!» μας λέει γεμάτος καμάρι και λίγο για φιγούρα. Του αρέσει η φιγούρα του Μαραντόνα. Του το συγχωρούσαμε, έτσι είναι ο φίλος μας. Ανοίγουμε τα ουίσκι της κάβας, είναι τα πρώτα μας μεθύσια. Ο Χέντριξ μας βάζει τη σπίθα. Προτείνει να αγοράσουμε βιντεοκασέτες με τσόντες από το περίπτερο της γειτονιάς, «Είμαστε ολόκληροι άντρες πια» λέει και τον κοιτάμε με δισταγμό. «Και ποιος θα τολμήσει να τις ζητήσει από τον κυρ-Γιάννη; Θα το μαρτυρήσει στις μανάδες μας!» του λέω εγώ, όπως πάντα δειλός. Ο Μαραντόνα βρίσκει τη λύση «Θα ρίξουμε κλήρο!».

Βάζουμε τη βιντεοκασέτα να παίξει και μαλακιζόμαστε όλοι μαζί στο σαλόνι πάνω στον τριθέσιο μπλε ραφ καναπέ. Είναι ο καναπές που η μάνα του Μαραντόνα βλέπει κάθε μέρα την αγαπημένη της σαπουνόπερα. Έπειτα τσακωνόμαστε για το αν πρέπει να φτιάξουμε συγκρότημα ή ποδοσφαιρική ομάδα. Ο Χέντριξ που ξέρει όλα τα σπουδαία ροκ συγκροτήματα από τον μεγαλύτερο αδερφό του υποστηρίζει την ιδέα για συγκρότημα. Ο Μαραντόνα θέλει να φτιάξουμε ομάδα. Είναι ο μοναδικός σε όλη τη γειτονιά που μπορεί να κάνει δέκα συνεχόμενα γκελ με μικρό πράσινο νεράντζι. Ανταγωνίζεται στην τέχνη του μπαλαδόρου με τον Ευγένιο, έναν νταή δυο τάξεις μεγαλύτερο και δυο κεφάλια ψηλότερο. Ο Ευγένιος δέρνει τον Μαραντόνα όπου τον βρει.

Κάνουμε και τα δύο. Γεννιούνται οι “Strangers”, με ένα αρμόνιο που δουλεύει με μπαταρίες, αγορασμένο από μαγαζί με παιχνίδια, ένα τύμπανο ταμπούρο από τους προσκόπους και μια κλασσική κιθάρα. Ιδρύουμε με άλλα παιδιά την «Αστραπή», την ομάδα  μας, για να παίζουμε κάθε καλοκαίρι στο πρωτάθλημα όλων των γειτονιών που λαμβάνει χώρα στο προαύλιο του Άη Γιώργη.

Ο πατέρας του Χέντριξ είναι ξυλουργός. Έχει μαγαζί στη γωνία του δρόμου. Μπαίνουμε μέσα και του ζητάμε ένα ξύλινο ταμπλό για να φτιάξουμε μπασκέτα. Τον φοβόμαστε όλοι. Φταίει που έχει ένα κομμένο δάχτυλο. Μα πιο πολύ από όλους τον τρέμει ο Χέντριξ. Για να μην ασχολούμαστε μαζί του μας πετά κάτι παλιόξυλα και μας φωνάζει «Δρόμο τώρα!». Είναι Μάης, ο Χέντριξ φορά κοντομάνικο. Έχει μελανιές στα χέρια και καμιά φορά στο πρόσωπο. Τα μεσημέρια όλη η γειτονιά τον ακούει να κλαίει.

Ο Μαραντόνα δεν έχει γνωρίσει τον δικό του πατέρα. Τα κουτσομπολιά λένε πως ξεμυαλίστηκε με μια πόρνη σε κάποιο λιμάνι της Αμερικής. Άλλοι πάλι λένε πως έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Ο Μαραντόνα πιστεύει πως ο πατέρας του ζει και θα γυρίσει. Μας λέει ότι σε κάποιο ταξίδι του, βγήκε στο Μπουένος Άιρες κι από τότε ψάχνει τον αληθινό Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα για να τον παρακαλέσει να υπογράψει μια φανέλα του, ώστε να την πάει δώρο στο γιο του στην Ελλάδα.

Ο δικός μου πατέρας είναι δάσκαλος. Είναι ξεκαθαρισμένο ότι πρέπει να σπουδάσω, να μπω σε μια σχολή. «Ό,τι να’ ναι, αρκεί να είναι Πανεπιστήμιο!». Τον Χέντριξ στην καλύτερη τον περιμένει μια θέση στο ξυλουργείο του πατέρα του κι ίσως ένα κομμένο δάχτυλο. Ο Μαραντόνα θα βαρεθεί να περιμένει τον πατέρα του και τη φανέλα του ινδάλματός  του και θα πάει να τους βρει. «Θα μπαρκάρω μια μέρα!».

Τα ψίχουλα από τα πατατάκια μου τσιμπάνε την πλάτη, με ενοχλούν. Ξυπνάω και είμαι τριάντα. Η ανάσα μου βρωμάει απ’ τον ύπνο.

Ο πατέρας του Χέντριξ έχει πάρει δάνειο να επεκτείνει το ξυλουργείο. Έχει ανοίξει βιοτεχνία επίπλων, τον έχουν πνίξουν τα χρέη. Θα βρεθεί κρεμασμένος μέσα στο μαγαζί του. Ο Χέντριξ σνιφάρει θάνατο στις τουαλέτες κάποιου μπαρ των Γρεβενών κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας με τη μπάντα του στη Βόρειο Ελλάδα. Ύστερα  βγαίνει, περπατάει ανάμεσα στον κόσμο κι ανεβαίνει στη σκηνή για να βασανίσει την ταστιέρα του. Μια κοπέλα στο κοινό τον αγαπάει, τον κοιτάζει πάνω στη σκηνή μαγεμένη. Εκείνος μια μέρα θα τη μισήσει, θα της ρίξει έναν πούτσο και δυο χαστούκια. Έπειτα θα φύγει τρέχοντας απ’ το σπίτι της, στο ασανσέρ θα κοιταχτεί στον καθρέφτη … θα μοιάζει στον πατέρα του.

Ο πατέρας του Μαραντόνα παραμένει αγνοούμενος. Ο Μαραντόνα παίζει στο πρωτάθλημα της Γ’ Εθνικής. Παίζει … τρόπος του λέγειν. Είναι ένας χοντρός με καράφλα, εθισμένος στο αλκοόλ. Τουλάχιστον μεγαλώνοντας γλίτωσε απ’ τον Ευγένιο. Φήμες λένε πως ο Ευγένιος έχει γίνει φασίστας.

Κι εκείνο το κορίτσι; Τι να απέγινε κείνο το κορίτσι που έσερνε μαζί του ο Χέντριξ; Δεν έμαθα τίποτα για αυτήν. Σκέφτομαι πως είχε μαύρα κατάμαυρα μαλλιά γιατί ήταν το μέλλον και βρώμικα νύχια γιατί έσκαβε βαθιά στο χώμα να ξελασπώσει τις τύχες μας. Δεν με νοιάζουν τα χρόνια που πέρασαν ως εδώ. Μόνο τα χρόνια που εξακολουθούμε κι αφήνουμε να περνάνε. Θα μας θυμάται κανείς;


19 Jan 16:32

Μαλί: Omerta για την χρήση όπλων απεμπλουτισμένου ουρανίου από την Γαλλία

by L’Enfant de la Haute Mer
. © Μετάφραση, μοντάζ, φωτισμοί, σκηνικά και κοστούμια — Translation, editing, lighting, scenery and costumes — Traduction, édition, éclairage, décors et costumes: L’Enfant de la Haute Mer © οι μεταφράσεις μας ΔΕΝ αναδημοσιεύονται, παρά ΜΟΝΟΝ έπειτα από προηγούμενη συνεννόηση January 18th, 2013 Mali: the conspiracy of silence on the use of the depleted uranium (DU, [...]
18 Jan 18:41

Το στέκι του Αρτέμη

by kospanti

Image

Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι μην χάσω τα δόντια μου. Δεν ξέρω τι λάθος κάνω, πάντα τα φρόντιζα. Μάλλον ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι μην χάσω τους ανθρώπους μου. Κι αυτούς τους φρόντιζα. Μόλις έπλυνα τη φάτσα μου και βούρτσισα τα δόντια μου, κοιτάζοντας τον καθρέφτη, βλέποντας το πρόσωπό μου, φιλοσοφώντας πάνω στον φόβο. Γιατί ετοιμάζομαι; «Θέλω να σε πάω κάπου. Θα δεις!» είπε στο τηλέφωνο ο φίλος μου, ο Μάκης, σολίστ κλασσικής κιθάρας. Μια στοίβα πτυχία ωδείων, ώρες ατέλειωτες, ώρες χαμένες. Δεν έχει να πάρει τσιγάρα.

Ο Μάκης κορνάρει. Κατεβαίνω και επιβιβάζομαι. Στη διαδρομή δεν μιλάμε πολύ. Πιάνουμε ένα σταθμό με κρητικά και κοιτάμε μπροστά το οδόστρωμα αμίλητοι. Τον εμπιστεύομαι. Σήμερα είναι να βρεθώ και με εκείνη. Δεν έχω άλλα λεφτά. Θα της πω ότι έχω πονοκέφαλο. Είναι μεγαλύτερή μου. Τι πόσο;  Δεν ξέρω, δεν τα ρωτάν αυτά. «Θα με αφήσεις κάποια μέρα» μου λέει «θα γεράσω». Εγώ τη φιλώ και τη μαλώνω. Την καθησυχάζω. Είναι η καλύτερη ποιήτρια που γνωρίζω. Αληθινή ποιήτρια, ζωντανή. Όχι σαν αυτές στα βιβλία. Πηδιόμαστε στο σπίτι της. Μεγάλο σπίτι, ζεστό σπίτι. Είμαστε προνομιούχοι. Θέρμανση, κρασί και πήδημα κάπου στα νότια προάστια.

Πίσω στο αυτοκίνητο πιάνουμε λιμάνι. Ψάχνουμε να παρκάρουμε πίσω απ’ τον Πύργο. Ένα κουφάρι από σίδερο, γυαλί και τσιμέντο μας κρύβει τον ήλιο, μπορεί και να βρέξει. Στην κεντρική αγορά βρίσκεται η έκπληξη του φίλου μου. Διαβάζω την ταμπέλα : «Το στέκι του Αρτέμη». Μπαίνουμε μέσα, καθόμαστε, ανυπομονώ.

Παραγγέλνουμε φάβα, μπακαλιάρο και κρασί. Μοιραζόμαστε τα τσιγάρα, αρχίζω να παρατηρώ. Είμαστε οι πιο νέοι εκεί μέσα. Μονάχα άντρες σκληροί μα με καλοσυνάτα μάτια. Μια τοιχογραφία με ένα τραμ και μια ημερομηνία «23 Μαρτίου 1977 – Το τραμ το τελευταίο». Πληροφορούμαι πως τούτοι οι τοίχοι έχουν 80 χρόνια ζωής. Ένα πρόχειρο μπαρ γεμάτο μπουκάλια σπέσιαλ ουίσκι.  Πλάι σε ένα γραμμόφωνο ένα σύγχρονο ηχείο, πάνω απ’ τα ξύλινα βαρέλια ένα αυτόματο αποσμητικό χώρου. Εδώ μέσα συναντιέται το παλιό με το μοντέρνο.

Ένα σκαμπό, ένα τρίχορδο μπουζούκι κι ένα μικρόφωνο βρίσκονται μπροστά μας. Δίπλα στο μπουζούκι πεταμένο το «ΦΩΣ των Σπορ». Ένας ηλικιωμένος κύριος ξεκινά να παίζει και να τραγουδά. «Στίχοι μουσική δικά μου» :

«Πες πως έγινε ένα λάθος

Και μην σκέφτεσαι αυτή»

Σημειώνω βιαστικά στο μπλοκάκι μου ό,τι προλαβαίνω απ’ τα λόγια. Χειροκροτούμε με πάθος. Στο διάλειμμα του ο μπουζουξής κατεβαίνει και κάθεται μαζί μας. Μας κερνά μπύρες. Πιάνουμε κουβέντα για την λαϊκή τέχνη. «Έχω γράψει ζεϊμπέκικο για τον Παλαιοκώστα» λέει περήφανος. Το πρόγραμμα συνεχίζεται με κασέτες. «Έχω έναν καφενέ στου λιμανιού την άκρη». Ένας γεροδεμένος καράφλας που τον φωνάζουν Ποπάυ μας στέλνει κι άλλες μπύρες. Ένας ηλικιωμένος με γιλέκο και κουστούμι, ντυμένος σαν τον Μπάροουζ, δίνει 20 ευρώ στον οργανοπαίχτη. «Παραγγελιά. Το καθήκον!» μας λέει και ξαναπιάνει το μπουζούκι.

«Χρόνια στα καράβια
Χρόνια ταξιδεύω
Μες στις μαύρες θάλασσες
Το σώμα μου παιδεύω

Εμείς οι ναυτικοί
Σπίτι δεν μας βλέπει
Ούτε εδώ και κει
Εμείς οι ναυτικοί»

Ο παππούς «Μπάροουζ» χορεύει κι όλοι στέκονται προσοχή. Συνταξιούχοι ναυτικοί οι περισσότεροι κοιτούν τα ποτήρια τους. Σιωπή.

Μπαινοβγαίνουν διάφοροι, κόσμος και ντουνιάς. Λαχειοπώλες και τσιγγάνοι που πουλούν ρολόγια. Γυναίκα πουθενά. Μου κάνει εντύπωση ένας μαύρος. Έχει μια άνεση, τους ξέρει όλους, χαιρετά, πάει πίσω από το μπαρ και ψαχουλεύει κάτι. Τον παρατηρώ. «Κοιτάς ε;» μου λέει ο σερβιτόρος και συνεχίζει «Δυο φορές τον πήγαμε στο Τζάνειο κι άλλη μια στο Κρατικό της Νίκαιας. Τον δέρνουν, τον μαχαιρώνουν, του κλέβουν την πραμάτεια. Εεε βαρεθήκαμε κι εμείς και του λέμε άμα νυχτώνει να έρχεσαι εδώ. Φτωχοί εμείς πιο φτωχός εσύ, ένα πιάτο φαί θα το’ χεις!».

Αργά τη νύχτα φεύγουμε ζαλισμένοι κι ευχαριστημένοι. Σπίτι σκέφτομαι τους φίλους μου. Η μία με πτυχίο φτιάχνει κάθε βράδυ σάντουιτς στους μεθυσμένους. Ο άλλος κουβαλάει σίδερα. Μέσα σε δέκα χρόνια δουλειάς απέκτησε ένα αμάξι, μια μηχανή και μια σακατεμένη μέση. Θα γεράσουμε και θα γίνουμε σαν τους θαμώνες του Αρτέμη; Δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι δεν θα αφήσουμε τη φτώχεια να μας κάνει καθάρματα.


18 Jan 16:06

Δεν κοιτώ, καθρεπτίζομαι*

by Γιώργος Κατσαμάκης



Δικαιούσαι λοιπόν να είσαι ευτυχισμένος; Όταν όλοι γύρω σου δυστυχούν, εσύ μπορείς να είσαι ευτυχισμένος; Όταν γύρω σου κάποιοι απελπίζονται, μπορείς εσύ να στέκεσαι όρθιος; Είναι η ευτυχία κατά μόνας ηδονή; Σαν πετύχει η ευτυχία σου, τύφλα να ‘χει η ευτυχία των άλλων; Και τελοσπάντων, την έχεις θωρακίσει την ευτυχία σου; Ή μήπως την υπερασπίζεσαι ρε φίλε μόνο και μόνο για να μην τη μολύνεις στη δυστυχία των άλλων; Γιατί τότε πολύ επίφοβη βλέπω να είναι, και εύθραυστη η ευτυχία σου. Και τι την κάνεις; Γονιμοποιείς κάτι με την ευτυχία σου ή απλώς επιβιώνεις σκεπασμένος με αυτήν; Νομίζω πως οι δυστυχείς είναι λιγότερο μόνοι όσο περισσότεροι γίνονται. Οι ευτυχείς όσο λιγοστεύουν τόσο πιο τσιγγούνηδες γίνονται, σπαγκοραμμένοι, τσιφούτηδες. Επίσης έχω διαπιστώσει πως όσο περισσότερη είναι η ευτυχία, τόσο πιο εύκολα κρύβεται. Η δική σου ευτυχία φίλε μου είναι μικρή και φαίνεται, φαίνεται που αγωνιά μην μικρύνει κι άλλο, μην χαθεί, είναι φοβισμένη ευτυχία, είναι μια ευτυχία που εν τέλει δυστυχεί. Να τη χαίρεσαι λοιπόν τη δυστυχισμένη ευτυχία σου- να ξέρεις, όχι για πολύ. Αν όμως επέλεγες φίλε μου να τροφοδοτείς με την ευτυχούλα σου την ελπίδα των άλλων, αν χρησιμοποιούσες τη δύναμη που σου δίνει για να παλέψεις για την ευτυχία των άλλων;
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια όμορφη λευκή και στρόγγυλη πέτρα σε μια παραλία. Τις νύχτες με πανσέληνο όταν οι άλλες πέτρες αφηγούνταν ιστορίες, εκείνη καθόταν ξέχωρα και θαύμαζε κοιτώντας ψηλά. «Τι κοιτάς;» την ρωτούσαν; «Δεν κοιτώ. Καθρεπτίζομαι» τους απαντούσε. Με τα χρόνια τη συνήθισαν και έπαψαν να ασχολούνται με την ψηλομύτα λευκόπετρα, πόσο μάλλον που συνέχεια μονολογούσε πως η θέση της δεν είναι ανάμεσά τους, αλλά εκεί ψηλά, για να την βλέπουν όλοι.
Μια μέρα μια κυρία περπατώντας στην παραλία πρόσεξε τη μεγάλη πάλλευκη πέτρα, την έπιασε στα χέρια της και χαρούμενη είπε στο παιδί της: «θες να την πάρουμε στο σπίτι;». Την πήραν και την έβαλαν σε ένα ράφι στη βιβλιοθήκη. Πόσο ευτυχισμένη ήταν λευκόπετρα που πια όλοι θα τη θαύμαζαν, που βρήκε επιτέλους μια θέση μοναδική για εκείνη. Δεν την ένοιαζε καθόλου που δεν θα έβλεπε τη σελήνη στον ουρανό.
Τα χρόνια πέρασαν, οι άνθρωποι μεγάλωσαν, η κυρία πέθανε, το σπίτι γέρασε και ερήμωσε, και η βιβλιοθήκη γέμισε βιβλία. Η πέτρα μας καθόταν στριμωγμένη και σκονισμένη πια σε ένα ράφι. Ένα απόγευμα το παιδί που είχε γίνει άντρας ήρθε να αδειάσει το σπίτι. Τα έπιπλα θα πήγαιναν σε ένα ίδρυμα, τα βιβλία σε μια βιβλιοθήκη, ό,τι άχρηστο θα πήγαινε στα σκουπίδια. Το χέρι του την έπιασε, την κοίταξαν τα μάτια του δακρυσμένα, τα πόδια του τον οδήγησαν στη βεράντα του σπιτιού, το στόμα του είπε «α, ρε μάνα» κι ύστερα… ύστερα ο άντρας την πέταξε με δύναμη μακριά στην παραλία.
Αν θεωρείς φίλε μου πως προβλεπόμενα τα παραμύθια τελειώνουν καλά, είναι γιατί εν τέλει όλα συναντούν κάποια στιγμή την αλήθεια τους. Έτσι και η λευκόπετρα. Τσακισμένη από την πτώση, αδιάφορη γι’ αυτό και λυτρωμένη από το πάθος της, έζησε για αιώνες μαζί με τις άλλες πέτρες, και κάτι νύχτες με φεγγάρι που την έλουζε το φως, αφηγούνταν ιστορίες πιο ευτυχής από ποτέ γιατί δεν ήταν μόνη.
*το κείμενο είναι αφιερωμένο στο Γρηγόρη στ. Το αρκουδάκι της φωτογραφίας είναι 34 χρόνων.
18 Jan 15:42

Πάλι καλά που δεν πάθαμε και τίποτα…

by antistachef

Όσοι και όσες άκουσαν τον Βενιζέλο να περιγράφει τι θα σήμαινε η παραπομπή του στην προανακριτική δεν μπορεί παρά να νιώθουν ανακουφισμένοι από το αποτέλεσμα και να ατενίζουν πια με αισιοδοξία το μέλλον.

Ο άνθρωπος εμφανώς δεν είναι για εξεταστικές, αλλά για εξέταση.

//


18 Jan 15:18

"Each book is a new book. I’ve never written it before and I have to teach myself how to write it as..."

““Each book is a new book. I’ve never written it before and I have to teach myself how to write it as I go along. The fact that I’ve written books in the past seems to play no part in it. I always feel like a beginner and I’m continually running into the same difficulties, the same blocks, the same despairs. You make so many mistakes as a writer, cross out so many bad sentences and ideas, discard so many worthless pages, that finally what you learn is how stupid you are. It’s a humbling occupation.””

- Paul Auster (via theparisreview)
18 Jan 15:10

Ιδιώνυμο

Οδηγούσα χτες γυρνώντας απ’ τη δουλειά. Μία ώρα απόσταση. Βιαζόμουν να προλάβω ανοιχτό το...